Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: ανοίγω
- aandoen, aanzetten
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
ανοίγω |
άνοιγα |
άνοιξα |
ανοίγομαι |
ανοιγόμουν(α) |
ανοίχτηκα |
||||||||||||||||||||||
ανοίγεις |
άνοιγες |
άνοιξες |
ανοίγεσαι |
ανοιγόσουν(α) |
ανοίχτηκες |
||||||||||||||||||||||
ανοίγει |
άνοιγε |
άνοιξε |
ανοίγεται |
ανοιγόταν(ε) |
ανοίχτηκε |
||||||||||||||||||||||
ανοίγουμε ανοίγομε |
ανοίγαμε |
ανοίξαμε |
ανοιγόμαστε |
ανοιγόμαστε ανοιγόμασταν |
ανοιχτήκαμε |
||||||||||||||||||||||
ανοίγετε |
ανοίγατε |
ανοίξατε |
ανοίγεστε ανοιγόσαστε |
ανοιγόσαστε ανοιγόσασταν |
ανοιχτήκατε |
||||||||||||||||||||||
ανοίγουν(ε) |
άνοιγαν ανοίγαν(ε) |
άνοιξαν ανοίξαν(ε) |
ανοίγονται |
ανοιγόντουσαν ανοίγονταν ανοιγόντανε |
ανοίχτηκαν ανοιχτήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
ανοίγω |
ανοίξω |
ανοίγομαι |
ανοιχτώ |
||||||||||||||||||||||||
ανοίγεις |
ανοίξεις |
ανοίγεσαι |
ανοιχτείς |
||||||||||||||||||||||||
ανοίγει |
ανοίξει |
ανοίγεται |
ανοιχτεί |
||||||||||||||||||||||||
ανοίγουμε ανοίγομε |
ανοίξουμε ανοίξομε |
ανοιγόμαστε |
ανοιχτούμε |
||||||||||||||||||||||||
ανοίγετε |
ανοίξετε |
ανοίγεστε ανοιγόσαστε |
ανοιχτείτε |
||||||||||||||||||||||||
ανοίγουν(ε) |
ανοίξουν(ε) |
ανοίγονται |
ανοιχτούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
άνοιγε |
άνοιξε |
ανοίξου |
|||||||||||||||||||||||||
ανοίγετε |
ανοίξτε ανοίχτε |
ανοίγεστε |
ανοιχτείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα ανοίξει είχα ανοιγμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα ανοιχτεί ήμουν ανοιγμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα ανοίγω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα ανοίγομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα ανοίξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα ανοιχτώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα άνοιγα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα ανοιγόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω ανοίξει θα έχω ανοιγμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω ανοιχτεί θα είμαι ανοιγμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα ανοίξει θα είχα ανοιγμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα ανοιχτεί θα ήμουν ανοιγμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright